- τεσσαρακοστῆς
- τεσσαρακοστόςfortiethfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετταρακοστῆς — τεσσαρακοστῆς , τεσσαρακοστός fortieth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
ορθοδοξία — η (ΑΜ ὀρθοδοξία) [ορθοδοξώ] 1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη 2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας τής οποίας είναι η Εκκλησία νεοελλ. 1. το σύνολο… … Dictionary of Greek
προαγιάζω — ΝΜ 1. καθιστώ κάτι άγιο εκ τών προτέρων, αγιάζω προηγουμένως 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προηγιασμένα (ενν. δώρα) εκκλ. τα από πριν καθαγιασμένα δώρα τής θείας ευχαριστίας, αυτά που καθαγιάστηκαν σε ειδική λειτουργία 3. φρ. «λειτουργία… … Dictionary of Greek
πρωτοσάββατον — το, Μ το πρώτο Σάββατο τής Τεσσαρακοστής … Dictionary of Greek
σταυροπροσκύνηση — η / σταυροπροσκύνησις, ήσεως, ΝΜ 1. η προσκύνηση τού τίμιου σταυρού 2. φρ. «Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως» η τρίτη Κυριακή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός … Dictionary of Greek
τετρακοστά — τὰ, Α ο εορτασμός τής τεσσαρακοστής ημέρας από τη γέννηση κάποιου παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. τεσσαρακοστός κατ επίδραση τών λ. με α συνθετικό τετρ(α) *] … Dictionary of Greek
Ορθοδοξίας, Κυριακή — Η πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής, επειδή την ημέρα αυτή έγινε η αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842) … Dictionary of Greek